- ἐναπομενόντων
- ἐν , ἀπό-μένωstaypres part act masc/neut gen plἐν , ἀπό-μένωstaypres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσυλος — ον, ΜΑ 1. αυτός που είναι προσκολλημένος στην ύλη, που είναι συνενωμένος με την ύλη 2. (κατ επέκτ.) υλικός. επίρρ... προσύλως Α κατά τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + υλος (<… … Dictionary of Greek